ἀμπελουργοῦ

ἀμπελουργοῦ
ἀ̱μπελουργοῦ , ἀμπελουργέω
work in
imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
ἀμπελουργέω
work in
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ἀμπελουργέω
work in
imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
ἀμπελουργός
vine-dresser
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμπελουργικός — ή, ό (Α ἀμπελουργικός, ή, ὸν) [ἀμπελουργός] 1. ο σχετικός με την αμπελουργία ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν 2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμπελουργική η τέχνη τής αμπελοκαλλιέργειας και τού αμπελουργού, η αμπελουργία …   Dictionary of Greek

  • Βάγκνερ, Ρίχαρντ — (Richard Wagner, Λειψία 1813 – Βενετία 1883). Γερμανός συνθέτης. Νιώθοντας ιδιαίτερη έλξη για τις ανθρωπιστικές μελέτες που ήταν σε άνθηση στη Δρέσδη και στη Λειψία, ο Β. δεν αποκάλυψε πρόωρα μουσικά ενδιαφέροντα. Το 1831, φοιτητής με ξεχωριστή… …   Dictionary of Greek

  • Φέτι, Δομήνικος — (Fétti, Ρώμη 1589 – Βενετία 1623). Ιταλός ζωγράφος. Σπούδασε στη Ρώμη κοντά στον Τζίκολι και στη συνέχεια πήγε στη Μάντοβα και εργάστηκε στην αυλή των Γκοντγάνγκα (1613 21). Έπειτα έζησε στη Βενετία, όπου και πέθανε. Θεωρείται ένας από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”